4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Ιστορίες εν-ΤΑΞΙ

Ανοίγεις τα μάτια και προσπαθείς να καταλάβεις αν είναι πρωί ή απόγευμα. Κάπως έτσι ξεκινά η κάθε σου μέρα πριν μπεις στο αυτοκίνητο για το μεροκάματο-νυχτοκάματο...

Κ_ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΛΙΑΚΟΥΤΣΗΣ*
Φ_ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΚΟΜΠΟΤΣΑΡΗΣ

Στην πρωινή βάρδια τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα. ¶νθρωποι περιμένουν στις στάσεις με το βλέμμα στο κενό και άλλοι στα αυτοκίνητά τους καπνίζοντας με άγχος το πρώτο τσιγάρο της μέρας. Όλοι ξεκινούν για τον ίδιο σκοπό, αλλά με διαφορετικούς προορισμούς.
― Καλημέρα, πού πηγαίνετε;
― Σύνταγμα, παρακαλώ.
Ξεκινάς κι εσύ με την ελπίδα να βρεις και κάποιον άλλο πελάτη μαζί με την καλή κυρία που πήρες για το Σύνταγμα.
― Θα πάρετε κι άλλον;
― Αν δεν το κάνεις λεωφορείο τις ώρες αιχμής, ατύχησες, δεν πας στο σπίτι σου ούτε 30 ευρώ.
― Ναι, αλλά κι εμείς τι φταίμε; Οι μισθοί είναι χαμηλοί στην Ελλάδα, μπλα, μπλα, μπλα...
Σύνταγμα, και η κύστη μου είναι έτοιμη να εκραγεί. Ως Ευρωπαίος αυτοκινητιστής, αποφασίζω να πάω στην τουαλέτα του Εverest, αντί για το κοντινότερο δέντρο. Παρκάρω έτσι ώστε να μην ενοχλώ και φεύγω. Ύστερα από 4 λεπτά και 30 δευτερόλεπτα ακριβώς, επιστρέφω και βλέπω ένα όργανο να με γράφει και άλλο ένα, πολιτικό, με το κατσαβίδι στο χέρι. Του εξηγώ πού ήμουν και τι έκανα, αλλά, χωρίς καν να με κοιτάξει, μου παίρνει τις πινακίδες. Η συνέχεια στην Tροχαία, να μου εξηγεί ο διοικητής πως κακώς κατουριόμουν και κακώς πήγα στην τουαλέτα. Ηθικό δίδαγμα:
• Κατούρημα στο Εverest = 196 ευρώ
• Κατούρημα στη μέση της Πλατείας Συντάγματος = καρτ ποστάλ για τους τουρίστες!
Βγαίνοντας από την Tροχαία, σηκώνουν το χέρι δύο ξανθές δίμετρες θεές, Ρωσίδες φυσικά. Με σπαστά ελληνικά, μου λένε «Πειραιά» κι εγώ, αντί να βλαστημήσω, όπως σε κάθε άλλη περίπτωση, για το μακρινό της διαδρομής, ξεκινάω με χαρά, ξεχνώντας ακόμα και τα 196 ευρώ που έδωσα.
― Ντα, μουρό μου! Κι εγκώ σ’ αγκαπώ! Ντα, ό,τι θέλεις, θα τα πούμε του βράντυ, γκεια.
Όταν τελειώνει το τηλέφωνο, η δίμετρη λέει, καθαρά αυτήν τη φορά, για τον κύριο της γραμμής τη διεθνή πια λέξη «μαλάκα». Γυρίζει στη φίλη της και, γελώντας, ξεκινούν διάλογο στα ρωσικά για το θέμα.
Ελληνάρες, ξυπνήστεεε! Μας δουλεύουν οι δίμετρες ψιλό γαζί.
«Σταθμός στο Μοσχάτο για μαιευτήριο Μητέρα» Η κλήση από το κέντρο του Ραδιοταξί Κόσμος ήταν ξεκάθαρη. Ξεκάθαρο δεν ήταν αν οι πελάτες πάνε για επίσκεψη ή για να γεννήσουν. Δυστυχώς, ήταν το δεύτερο. Μεσημέρι, ώρα αιχμής, κίνηση-ακινησία παντού και η μέλλουσα -ευτυχώς, για δεύτερη φορά- μαμά έτοιμη για όλα.
― Γεια σας, όλα καλά;
― Σχεδόν, αλλά, ξέρετε, χωρίς να θέλω να σας αγχώσω, σε 20-30 λεπτά γεννάω!
Διαβιβαστικό για ενημέρωση κίνησης από το κέντρο και, δυστυχώς, παντού πρόβλημα. Πειραιώς, Πλατεία Καραϊσκάκη, Μάρνη, 3ης Σεπτεμβρίου... Κοιτώ με αγωνία τον έσω καθρέφτη και η μαμά έχει ξαπλώσει πλάγια.
― Σε πόση ώρα φτάνουμε;
Με ρωτάει με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία.
Το κινητό μου ανά χείρας και ενημέρωση για το περιστατικό στην ¶μεση Δράση. Μου ζητούν το στίγμα μου και, μαγικά, βρίσκονται δύο άντρες της ομάδας Ζήτα δίπλα μου, Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Το ίδιο μαγικά, σε 7 λεπτά φτάνουμε στα εξωτερικά ιατρεία, με τη μαμά σχεδόν να γεννάει κι εμένα παραλίγο... νονό. Μετά τον ταξιτζή και την ομάδα Ζήτα, σειρά έχει η επιστήμη! Καταβεβλημένος, «δρομολογούμαι» για το σπίτι μου, για φαγητό, ξεκούραση και -γιατί όχι;- για να κάνω κι εγώ ένα παιδί στη γυναίκα μου!

Στη βραδινή βάρδια τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Από Δευτέρα έως Πέμπτη βλέπεις ανθρώπους κουρασμένους, βιαστικούς να πάνε σπίτι για relax. Παρασκευή ξεκινά η Αθήνα να ζει σ’ ένα διαφορετικό ρυθμό. Τα πάντα ζωντανεύουν. Ψυρρή, Κολωνάκι το χειμώνα, παραλιακή το καλοκαίρι, γίνονται το κέντρο του κόσμου. Αλκοόλ, χορός, έρωτας, τσαμπουκάδες, καψούρα έχουν τον πρώτο λόγο.
Ο καλοντυμένος κύριος που μπαίνει είναι από μεγάλη επαρχιακή πόλη και μου ζητάει να πάμε κέντρο αόριστα. Κατεβαίνοντας την Κηφισίας, η κίνηση αυξάνεται.
― Πώς μπορείτε και ζείτε σ’ αυτήν την τρέλα;
Πριν προλάβω να απαντήσω πως η μισή Ελλάδα έχει κατέβει στην Αθήνα και τα μισά Βαλκάνια επίσης, μου περιγράφει πόσο ωραία είναι η ζωή στην επαρχία και πόσο ευτυχισμένος ζει εκεί με την οικογένειά του. Οι αποστάσεις είναι μικρές, οι τιμές καλύτερες, ο κόσμος πιο χαλαρός και λοιπά πολλά. Έχω αρχίσει να ζηλεύω και, φτάνοντας στη Β. Σοφίας, ρωτάω:
― Πού ακριβώς πηγαίνετε, κύριε;
― Πήγαινέ με σ’ ένα καλό μπουρδέλο, όπου νομίζεις.
Έπεσε στην περίπτωση. Έχω να πάω μπουρδελότσαρκα από τα 16 μου, που θα πει 27 χρόνια. Αφού τον απογοητεύω, αρκείται σε στριπτιζάδικο στη Συγγρού - εκτός αν παρακάτω πήρε άλλο συνάδελφο, πιο περπατημένο.
Η ζήλια που ένιωσα πριν την κοπανάει κι εγώ συνεχίζω το δρόμο μου.
«Σταθμός στο Κολωνάκι για Καισαριανή». Ο τύπος καμιά 60αριά, ψιλοκόκαλο, και η μαντάμ Βουλγάρα 40άρα, όχι και πολύ ωραία. Αυτός κάθεται μπροστά και εκείνη πίσω. Σε όλη τη διαδρομή δεν ακούγεται λέξη. Φτάνοντας στην Εθνικής Aντιστάσεως, της λέει να κατέβει. Δεν προλαβαίνει να κλείσει την πόρτα και ο τύπος ξεκινά την κασέτα που βάζουν οι απανταχού πικραμένοι ύστερα από μερικά ποτά.
― Πουτάνα, καριόλα, όλες έτσι είναι...
Δέκα χρόνια ταξιτζής και δε θυμάμαι ένα μεθυσμένο που να μην τα είχε με γυναίκα. Χαλαρά, παιδιά, χωρίς αυτές χαθήκαμε. Το απόλυτο χάος!
Ταξιτζής-ψυχολόγος-ψυχίατρος-οικογενειακός σύμβουλος. Όλα αυτά με 5-10 ευρώ. Κύριε υπουργέ, μήπως πρέπει να κάνετε κάτι;
Όσο περνά η νύχτα, τα πράγματα γίνονται πιο επικίνδυνα. Οι ασφάλειες κλειδώνουν και δουλεύεις μόνο με κλήσεις από το κέντρο.
Πριν προλάβω να το κάνω, δύο σκοτεινοί τύποι μπαίνουν μέσα. Η ώρα είναι 02:00 και, αφού μου λένε ένα ξερό «σπέρα», ζητάνε να τους πάω στον Ταύρο μέσα από Αγίου Πολυκάρπου. Για όποιον δεν ξέρει την περιοχή, μαύρα σκοτάδια, όπου γίνονται νταραβέρια με πρεζάκια, τραβεστί και ό,τι άλλο τραβάει η όρεξή σας. Τους προτείνω Σπύρου Πάτση και Πέτρου Ράλλη, αλλά αυτοί τίποτα. Εκεί τα βλέπω όλα. Aρχίζω να σκέφτομαι το σπιτάκι μου, τη γυναικούλα μου και τα παιδιά που δεν έχω προλάβει να μεγαλώσω. Το χέρι μου τραβά από την πλαϊνή θήκη το σπρέι και με τρόπο το βάζω ανάμεσα στα πόδια μου. Θα μου πείτε «τι να σου κάνει ένα σπρέι;» και θα έχετε δίκιο. Κάτι τέτοιες στιγμές, που οι περισσότεροι συνάδελφοι έχουν ζήσει, είσαι έτοιμος να δώσεις μάχη για τη ζωή σου. Η ζωή έχει γίνει πολύ φτηνή και κάποιοι σου την αφαιρούν για 50 ευρώ. Τα 10 λεπτά της διαδρομής μου φάνηκαν ατελείωτα και, ευτυχώς, τίποτα από όλα αυτά που είχα στο μυαλό μου δε συνέβη. Ίσως οι μάγκες να πήγαιναν για πιο πολλά!

Το καθημερινό «μενού» του ταξί έχει ανθρώπους με ειδικές ανάγκες, αλλά αισιόδοξους, νεφροπαθείς που αγαπούν τη ζωή, ψυχωτικούς σε ένα δικό τους κόσμο και πολλούς άλλους αγχωτικούς, που μέσα σ’ αυτούς είσαι κι εσύ. Όλοι αυτοί σου θυμίζουν καθημερινά πόσο πολύτιμο δώρο είναι η υγεία σε ψυχή και σώμα και πόσο δεν είναι δεδομένη. Αυτό μας δυναμώνει απέναντι σ’ ένα μικρό μεροκάματο του τρόμου και σε μια κοινωνία απόλυτης κυκλοφοριακής και υπαρξιακής αναρχίας με θολά «θα», «ίσως», «μπορεί». Ευτυχώς που γεννιούνται παιδιά κάθε μέρα και που υπάρχουν δίμετρες για να σου φτιάχνουν πού και πού τη διάθεση...

* Ο Κυριάκος Λιακούτσης είναι αυτοκινητιστής του ΤΣΑ.

Κίτρινος Τύπος
Σαν άλλος Δρ Τζέκιλ, ο Παναγιώτης Τριανταφυλλίδης μεταμορφώνεται μεταμεσονύκτια σε... ταξιτζή και αποκαλύπτει!

Καφές, κατά προτίμηση παραδοσιακή ελληνική «φραπεδούμπα», στοίβα πακέτα από τσιγάρα και καλή μουσική για παρέα. Ταχύρρυθμα μαθήματα για το ταξίμετρο και το μηχανισμό χαλάρωσης και ρύθμισης του καθίσματος και... έτοιμοι!
Το «Eλεύθερο» μόλις ανάβει. «Που πας, ρε μαλάκα ταρίφα;». Δεν προλαβαίνω να στρίψω στο πρώτο στενό και να η μεροληψία, η προκατάληψη που ΜΑΣ διακατέχει. Αν βρισκόμουν πίσω από ένα πολιτικό αυτοκίνητο, η έξοδος από το στενό δε θα είχε αντιμετωπιστεί σε καμία περίπτωση με αυτόν τον τρόπο.
Με το αυτόματο κιβώτιο στο «D», ταξιδεύεις με άνεση, με το αριστερό πόδι να κινδυνεύει να πάθει αγκύλωση! ΘΕΕ ΜΟΥ! ΤΙ ΡΟΠΗ! Προσπερνώντας τις πρώτες δημοσιογραφικές ανησυχίες, αρχίζουν οι νέες, σχετικά με τους πελάτες.
Τι έγινε, ρε παιδιά; Δε θέλει να πάει κανείς σπίτι του; Μάλλον, όχι, αφού το να βρει κανείς κούρσα δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση, τελικά. Και καλά, εμείς γιατί ΠΑΝΤΑ περιμένουμε ώρα για να βρούμε ταξί ελεύθερο; Τι κάνουμε λάθος;
Το ένα τσιγάρο διαδέχεται το άλλο και η αναμονή έχει αρχίσει να κάνει τα νεύρα κρόσσια. Στο δρόμο, η κίνηση είναι μειωμένη και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να περνώ απαρατήρητος και χωρίς πολλά σχόλια από τους υπόλοιπους οδηγούς. Ξαφνικά, στο κέντρο της Αθήνας και αφού έχει περάσει μία ώρα καπνίσματος και απραξίας, μια κυρία περίπου 45 χρόνων σηκώνει το χέρι και κάνει σήμα. Ανάσταση! Τελικά, τόσο δύσκολο είναι το μεροκάματο;
― Καλησπέρα, Γλυφάδα πάω.
― Παρακαλώ, περάστε!
Από τη χαρά μου που βρέθηκε άνθρωπος, μόνο γλυκό κουταλιού που δεν την κερνάω! Πηγαίνοντας όσο πιο ήρεμα γίνεται, κοιτώ διακριτικά από τον καθρέφτη και παρατηρώ ότι χαζεύει έξω. Ωραία. Και τώρα; Ωραίο θέμα, μεγάλε! Μπράβο. Πρέπει να πιάσω κουβέντα. Πρέπει...
― Περιμένατε πολύ για ταξί;
― Όχι, πριν από λίγο βγήκα στο δρόμο.
Eίναι φανερό ότι δεν έχει όρεξη για πολλά. Στύβω το μυαλό μου για να βρω μια ιδέα, αλλά τίποτα. Ξαφνικά, σπάει τη σιωπή.
― Παρακαλώ πολύ, από Βουλιαγμένης.
― Φυσικά, όπως θέλετε!
Και αυτή είναι η αρχή του εφιάλτη. Λες και έχει φάει γλιστρίδα πριν από πέντε λεπτά, αρχίζει να μιλάει και να παραπονιέται -προφανώς, πατώντας επάνω στην ευγένειά μου- για τους οδηγούς ταξί, και που θέλουν να κάνουν βόλτες παραπάνω, και που δεν ακούν, και που έχουν τον κλιματισμό κλειστό μέσα στο κατακαλόκαιρο, και άλλα πολλά, με μένα να νοσταλγώ την ηρεμία που είχα πριν από λίγο. Προσπαθώντας να τελειώνω με αυτήν την ιστορία, πατάω γκάζι και φτάνω άρον άρον στον προορισμό μας. Χωρίς να δεχθώ χρήματα και εξηγώντας τι ακριβώς έκανα, χαμογελώ, κλείνω βιαστικά την πόρτα και... ΚΑΠΝΟΣ! Παναγία μου, αυτά τραβάνε οι άμοιροι οι ταξιτζήδες; Αθώοι, αθώοι..._ Π. Τ.

Ευχαριστούμε τον κ. Παναγιώτη Καραγιωργάκη, ο οποίος μας δάνεισε για μία ολόκληρη νύχτα το ταξί του.